- εργοτάξιο
- Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση έργων μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνεται και εφοδιάζεται με τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των διαδοχικών φάσεων του έργου, δηλαδή για την προπαρασκευή του εδάφους και, τέλος, για την παρασκευή αμμοκονίας, σκυροδέματος και οπλισμού, τη μεταφορά και την τοποθέτηση διαφόρων υλικών.
Το ε. πρέπει να διαθέτει δευτερεύουσες εγκαταστάσεις και χώρους, όπως π.χ. αποθήκες και ελεύθερους χώρους για τα υλικά και τα ημικατεργασμένα (χαλίκι, άμμος, άσβεστος, τσιμέντο, ξυλεία, σίδηρος, τούβλα), οίκημα διεύθυνσης και, στα μεγάλα ε., καταλύματα εργατών. Ουσιώδες στοιχείο για τη λειτουργία ενός ε. είναι το να διαθέτει νερό και ηλεκτρική ενέργεια.
Ο εξοπλισμός ενός ε. ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το μέγεθος και τον τύπο του έργου. Η προπαρασκευή του εδάφους εκτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος με μηχανικούς εκσκαφείς, ενώ στο παρελθόν γινόταν αποκλειστικά με εργαλεία χεριών (κασμάς και φτυάρι), τα μείγματα παρασκευάζονται με αναμεικτήρες (μπετονιέρες), ενώ οι μεταφορές πραγματοποιούνται με αναβατόρια και ισχυρούς γερανούς, οι οποίοι κινούνται σε σιδηροτροχιές και εξυπηρετούν ολόκληρη τη ζώνη εργασιών.
Εδώ και πολλές δεκαετίες ο εξοπλισμός των ε. έχει τροποποιηθεί ριζικά, όχι μόνο χάρη στη χρήση των μηχανών, που έχουν σκοπό να μειώσουν τον χρόνο κατασκευής και την απαλλαγή του ανθρώπου από τις βαριές εργασίες, αλλά και με την υιοθέτηση νεότερων μεθόδων. Τελικά, η συνεχώς προωθούμενη μηχανοποίηση, η αυξανόμενη χρήση προκατασκευασμένων υλικών, η αξιοποίηση σε ευρεία κλίμακα υλικών όπως το γυαλί και το ατσάλι, κατευθύνουν τη συγκρότηση ενός ε. προς τη διάρθρωση ενός βιομηχανικού συγκροτήματος.
Εγκαταστάσεις ενός σύγχρονου εργοτάξιου (φωτ. Enterprise Oil).
* * *τοπροσωρινή ή μόνιμη (αλλά οπωσδήποτε ενδιάμεση εγκατάσταση) τεχνικών μέσων και προσωπικού για την κατασκευή τεχνικού έργου.
Dictionary of Greek. 2013.